ὀλεθρίους

ὀλεθρίους
ὀλέθριος
destructive
masc acc pl
ὀλέθριος
destructive
masc/fem acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • Θυμβρία — Αρχαία πόλη της Μικράς Ασίας στην Καρία, κοντά στον ποταμό Μαίανδρο. Όπως αναφέρει ο Στράβων, στα περίχωρα της πόλης υπήρχε «σπήλαιον ιερόν, Χαρώνιον λεγόμενον, ολεθρίους έχον αποφοράς» …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”